Απόβραδο, στο πάρκο μικρύναν τα δέντρα.
Η βροχή στένεψε την κορμοστασιά τους
ρίγες ατσαλάκωτου πλισέ, στο παραθύρι
οι στάλες, δε μ' αφήνουν να δω.
Τα κιτρινιάρικα φώτα, προσπαθούν απεγνωσμένα
να φέξουν, δυο τρεις διαβάτες που ξεχάστηκαν.
Αλήθεια, κάνει κρύο απόψε.
Στη μικρή κάμαρα ανάβει καντήλι
να ζεσταθεί η μοναξιά.
Τα 'κονίσματα παγωμένα,
χωρίς ίχνος γλυκύτητας.
Εκεί στην άκρη η Παναγία
ζητά έλεος
απ' τη σκιά που σκύβει μπροστά της.
Ένα σκυλί γαβγίζει παράξενα
και συντροφεύει τις μικρές δονήσεις
φόβου μου.
Τα ξεθωριασμένα γέρικα μάτια
ξέχασαν να δακρύζουν.
-Γιατί άργησες να ΄ρθεις απόψε;
Σε περίμενα.
Πάντα σε περιμένω.
Χρόνια τώρα, ξεχνώ να κλείσω την πόρτα...
Το ρολόι μετρά τις ώρες βαρετά
κι αυτή η βροχή σε τρελαίνει.
Έτσι και τότε, η βροχή,
βαρκούλα βαποράκι είχες φύγει
στις μικρές υδάτινες χαραμάδες του δρόμου.
Λειψές οι θύμησες.
Τόσα χρόνιαα, που να θυμάμαι!
Τα σκεπάσματα παγώσαν...
Δυο τρία βήματα ως εκεί
κι ύστερα... η βροχή στις πλάκες
...κανείς άλλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου